κονιστήριον

κονιστήριον
κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω τού κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον, θυσιασ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κονιστήριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОНИСТРА —    • Conisterium,          Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… …   Реальный словарь классических древностей

  • αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”