- κονιστήριον
- κονιοτήριον, τὸ (Α)βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω τού κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον, θυσιασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.